Τρίτη 29 Απριλίου 2008

ETYMOLOGY OF BRIEF, BRIEFING, BRIEFLY, BREVITY

Etymology of brief and briefing.

The word brief comes from the Latin brevis (short), which is related to the Greek brahis (short).

From the same root: briefing, briefly, brevity, briefcase, briefness.

In modern Greek:a) brahis: short
b) brahitis: shortness, brevity
c) brahino: to shorten, to cut down

OED

Η λέξη brief (βραχύς, σύντομος) προέρχεται από το λατινικό brevis (βραχύς), το οποίο σχετίζεται με το ελληνικό βραχύς.

____________________ Post: 16 ______________

Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

ETYMOLOGY OF CAMPUS, CAMP, CAMPAIGN

Etymology of campus, camp and campaign.

Campus from the Latin word campus (a plain, open field), which is related to the Greek word campos (from campe) [bend, turn(ing), curve]. It was used in Sicily to describe a plain, level place, an expanse surrounded by woods, higher ground, etc. from the notion of the circus or riding-course, the act of bending or turning round horses. First used in college sense at Princeton.

From the same root: camp, camper, campaign, campaigner.

In modern Greek:
Nouns:
a) campos: an open field, a level place, a valley
b) campe: bend, curve
c) campyle: curve, curved line
Verbs:
a) campto: to bend, curve
b) camptome: to give in, relent

OED


Η λέξη campus (πανεπιστημιούπολη) προέρχεται από το Λατινικό campus, το οποίο σχετίζεται με τη λέξη καμπός (από το καμπή), που χρησιμοποιούταν στη Σικελία για την περιγραφή επίπεδων ανοικτών πεδίων, συνήθως περιστοιχιζόμενων από δέντρα ή βουνά από την ιδέα του τσίρκου, της κυκλικής πορείας (καμπής) των αλόγων γύρω από έναν κεντρικό άξονα, γύρω από έναν κεντρικό πάσαλο, ο οποίος και ονομαζόταν καμπτήρ. Με τη σημερινή της έννοια χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο του Πρίνσετον. Από το campus προήλθε και το camp για το χώρο εγκαταβίωσης του στρατού, αλλά και γενικά για τους χώρους κατασκήνωσης.

_______________ Post: 15 ____________

Σάββατο 19 Απριλίου 2008

Etymology of stop

Etymology of stop

According to WKN  one of the possible etymologies of stop is from the Latin noun stuppa (coarse part of flax, tow) and  the verb stuppare (to stop or stuff with tow or oakum, to prevent a flow by blocking a hole). Stuppa is related to the ancient Greek word  stupee (oakum). 

The verb was adopted by many languages (It. stoppare, Fr. etouper, Ger. stopfen) and in English stop.

In modern Greek
stupi: oakum [στουπί]

From the same root: _
stopper, stopgap, stoppage, stopping, stopple etc.


Το στουπί στα αρχαία ελληνικά λεγόταν στυππείον ή στυππή, λέξη η οποία σχετίζεται με  το Λατινικό stuppa και το ρήμα stuppare (σταματώ, πωματίζω με στουπί, αναστέλλω τη ροή μπλοκάρωντας το άνοιγμα), από το οποίο κατά μια ετυμολογία προήλθε το stop. 

Το ρήμα υιοθετήθηκε από πολλές γλώσσες (Ιταλικά stoppare, Γαλλικά etouper, Γερμανικά stopfen) και στα Αγγλικά stop.

__________________________ Post: 13 ______________

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Etymology of parliament and parable

Etymology of parliament

The Greek word paraboles referred to the little stories that were said by Jesus. Eventually in Latin the word parabola became a synonym to any serious speech. The verb parabolare was a synonym to the verb talk. From parabolare both the Italian parlare and the French parler were derived and, furthermore, the noun parlament (public talk). The latter led to the English parliament.

From the same root: parliamentary, parable, parlance, parley.

In modern Greek
parabole: parable [παραβολή]

OED

Από τις παραβολές που έλεγε ο Ιησούς, η λέξη parabola χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα λατινικά ως συνώνυμο των σοβαρών συζητήσεων. Τελικά το ρήμα parabolare σήμαινε απλώς μιλάω και από αυτό προήλθαν τόσο το Ιταλικό parlare όσο και το Γαλλικό parler και εξ αυτού το parlament (δημόσια συζήτηση). Το Γαλλικό αυτό parlament πέρασε στην Αγγλία ως parliament (κοινοβούλιο).

____________________ Post: 12 ____________

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Etymology of church

Etymology of church

The word CHURCH comes from the German kirika (in modern German: Kirche), from the Greek Kyriakon (house of the Lord) from Kyrios (ruler, Lord). It is an example of the direct Greek to German progress of many words via the Goths. From German it was also picked up by Slavic (Slavic: criky, Russian: cerkov).

In modern Greek
Kyrios: Lord and mister [κύριος]
Kyriake: Sunday, the day of the Lord [Κυριακή]

OED

Η λέξη CHURCH (εκκλησία) προέρχεται από το ελληνικό συνώνυμο Κυριακό (το) , μέσω του Γερμανικού kirika (η εκκλησία στα σύγχρονα Γερμανικά είναι: Kirche).

_______________ Post: 11 _________

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

ETYMOLOGY OF CARTOON - CHART - CHARTER - CARD

Etymology of cartoon, chart, charte and card

The word CARTOON comes from the Italian word cartone (pasteboard), as, artists preliminary used to sketch on such paper. The word comes from the Latin carta (a piece of paper), from the Greek chartes (a leaf of papyrus, a piece of paper).

In modern Greek:
hartepaper [χαρτί]
hartes: map [χάρτης]
carta:  card [κάρτα]

From the same root: chart, charter, card

OED

Η λέξη CARTOON προέρχεται από την Ιταλική cartone (χαρτόνι), από το Λατινικό carta (κομμάτι χαρτί), από το ελληνικό χάρτης (κομμάτι από πάπυρο).

_____________Post: 9 __________

Etymology of paper, papyrus

Etymology of paper

The word PAPER comes from the latin papyrus, which derives from the greek word papyros (paper, paper made of papyrus stalks).

In modern Greek
papyros: papyrus [πάπυρος]

OED

Η λέξη PAPER προέρχεται από το λατινικό papyrus, που με τη σειρά του προέρχεται από την ελληνική λέξη πάπυρος.

___________ Post: 8 ____________

Etymology of jot

Etymology of jot

The noun JOT (the least part of something; a little bit; a small amount of) along with the verb JOT -usually fol. by down- (to write or mark down quickly or briefly; to make a short note of) derive from the Latin iota, from the Greek word iota, which is the letter -i-, the smallest letter in the Greek alphabet and is used metaphorically for the smallest thing.

From the same root: jot, jot down, not a jot or tittle, iota.

In modern Greek
iota: the greek letter iota (i), [ιώτα]

OED

Το ουσιαστικό JOT (μικρή ποσότητα, ίχνος) καθώς και το ρήμα JOT (συνήθως ακολουθούμενο από το down: γράφω κάτι πρόχειρα, γρήγορα) προέρχονται από το ελληνικό γράμμα γιώτα (ι), το οποίο είναι το μικρότερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.